Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γενικός πρόξενος

  • 1 консул

    консул м о πρόξενος генеральный \консул о γενικός πρόξενος
    * * *
    м
    ο πρόξενος

    генера́льный ко́нсул — ο γενικός πρόξενος

    Русско-греческий словарь > консул

  • 2 генеральный

    генеральный
    прил γενικός:
    \генеральныйая линия партии ἡ γενική γραμμή τοῦ κόμματος· \генеральный секретарь ὁ γενικός γραμματέας· \генеральный консул ὁ γενικός πρόξενος· \генеральный план τό γενικό σχέδιο· \генеральныйая репетиция ἡ γενική δοκιμή· \генеральный штаб τό γενικό ἐπιτελείο.

    Русско-новогреческий словарь > генеральный

  • 3 генеральный

    επ.
    γενικός•

    генеральный секретарь γενικός γραμματέας•

    -ая линия партии γενική γραμμή του κόμματος•

    -ая уборка γενική καθαριότητα•

    генеральный план γενικό πλάνο•

    генеральный консул γενικός πρόξενος•

    -ая стачка γενική απεργία•

    генеральный штаб γενικό επιτελείο•

    -ая репетиция γενική πρόβα.

    Большой русско-греческий словарь > генеральный

См. также в других словарях:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …   Dictionary of Greek

  • Βλάχος, Άγγελος — I (Αθήνα 1838 – 1920). Λογογράφος, πολιτικός και διπλωμάτης. Πήρε το δίπλωμα της νομικής στην Αθήνα (1859) και συνέχισε τις σπουδές του στη Γερμανία (1861 63). Κατά καιρούς κατέλαβε διάφορες ανώτερες θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Χαραλάμπης — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ιερέας, ο οποίος καταγόταν από τη Μαγνησία. Επί Σεπτίμιου Σεβήρου (193 – 210) διαπομπεύτηκε στους δρόμους της πόλης, όπου τον έσερναν με χαλινάρι και, τέλος, τον αποκεφάλισαν μαζί με τους δήμιους… …   Dictionary of Greek

  • Βλασόπουλος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821. 1. Ιωάννης (; – Ναύπλιο 1836). Φιλικός που καταγόταν από την Ιθάκη. Έμαθε ξένες γλώσσες και νέος πήγε στη Ρωσία. Τελείωσε τη στρατιωτική σχολή της Μόσχας και κατατάχτηκε στον ρωσικό στρατό, όπου έφτασε στον βαθμό του… …   Dictionary of Greek

  • Κονεμένος — Επώνυμο οικογένειας από την Πρέβεζα, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στις επιστήμες και στα γράμματα και κατέλαβαν πολιτικά αξιώματα. Σύμφωνα με οικογενειακή παράδοση, η οποία αναφέρεται και από τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, η οικογένεια Κ. προερχόταν από… …   Dictionary of Greek

  • Χαν, Γιόχαν — (Hahn, 1811 – 1869). Αυστριακός διπλωμάτης και συγγραφέας. Διετέλεσε πρόξενος της χώρας του στα Ιωάννινα (1847) και γενικός πρόξενος στη Σύρο (1851). Έγραψε Περιηγήσεις από το Βελιγράδι στη Θεσσαλονίκη (1861), Αλβανικά μελετήματα (1854), Ελληνικά …   Dictionary of Greek

  • Μαλάουι — Κράτος της νοτιοανατολικής Αφρικής. Συνορεύει στα Ν, Α και Δ με τη Μοζαμβίκη, στα Β με την Τανζανία και στα Δ με τη Ζάμπια.Χώρα αποκλειστικά ηπειρωτική, το Μ. συνορεύει σε μήκος 1.569 χλμ. με τη Μοζαμβίκη, 475 χλμ. με την Τανζανία και 837 χλμ. με …   Dictionary of Greek

  • Καμπέ, Ετιέν — (Étienne Cabet, Ντιζόν 1788 – Μισούρι, ΗΠΑ 1856). Γάλλος συγγραφέας και εκδότης, υπέρμαχος της σοσιαλιστικής μεταρρύθμισης. Σπούδασε νομικά στο Παρίσι και αρχικά άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Αργότερα προσχώρησε στο φιλελεύθερο κόμμα και… …   Dictionary of Greek

  • Κωστής, Χατζή-Φώτιος — (18ος αι.). Έλληνας αξιωματούχος της Υψηλής Πύλης. Διετέλεσε ηγεμόνας της Σάμου, γενικός πρόξενος της Σαμιακής ηγεμονίας στη Σμύρνη, μέλος της δημογεροντίας της πόλης και ένας από τους ιδρυτές της Ευαγγελικής Σχολής. Λίγο πριν από τον θάνατό του …   Dictionary of Greek

  • Λικ, Γουίλιαμ Μάρτιν — (William Martin Leake, Λονδίνο 1777 – 1860). Άγγλος στρατιωτικός, τοπογράφος και αρχαιολόγος. Διετέλεσε αξιωματικός του αγγλικού πυροβολικού, υπηρετώντας αρχικά στις Αντίλλες και έπειτα στην Κωνσταντινούπολη, όπου στάλθηκε για να οργανώσει το… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»